- ἀντίθετος
- ἀντίθετοςopposedmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αντίθετος — η, ο (Α ἀντίθετος, ον) αυτός που βρίσκεται σε αντίθεση με κάποιον ή κάτι άλλο νεοελλ. 1. αυτός που είναι τοποθετημένος αντίθετα προς κάποιον ή κάτι άλλο 2. ο αντιτιθέμενος σε κάτι ή κάποιον, εκείνος που έχει διαφορετική άποψη 3. ο αντίπαλος 4. φρ … Dictionary of Greek
αντίθετος — η, ο επίρρ. α αυτός που βρίσκεται στην απέναντι θέση, αντίπαλος: Οι δυο τους είχαν αντίθετα οικονομικά συμφέροντα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀντιθέτως — ἀντίθετος opposed adverbial ἀντίθετος opposed masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντιθέτοιν — ἀντίθετος opposed masc/fem/neut gen/dat dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντιθέτοις — ἀντίθετος opposed masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντιθέτοισι — ἀντίθετος opposed masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντιθέτοισιν — ἀντίθετος opposed masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντιθέτου — ἀντίθετος opposed masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντιθέτους — ἀντίθετος opposed masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντιθέτῳ — ἀντίθετος opposed masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)